- ευθύβολος
- -η, -ο και ευθυβόλος, -ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, -ον)1. αυτός που χτυπάει κατ' ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα»)2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς», Φίλ.)αρχ.1. (για τον άνεμο) αυτός που φυσάει προς την ευθεία κατεύθυνση2. φρ. «εὐθυβόλον ὄνομα» — το ακριβές όνομα.επίρρ...ευθυβόλως και ευθύβολα (ΑΜ εὐθυβόλως))1. με ευστοχία, με επιτυχία2. με ευθεία διεύθυνση («εὐθυβόλως και διαμπάξ περαιωθῆναι τὸ πέλαγος», Ηλιόδ.)3. με ακρίβεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + -βολος (< βάλλω) (πρβλ. κεραυνο-βόλος / κεραυνό-βολος, χιονο-βόλος / χιονό-βολος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.